- πληγή
- η, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τιλαγά, Α1. το αποτέλεσμα τού πλήττω με οποιοδήποτε μέσο ή όργανο, ιδίως με όπλο, τραύμα (α. «πληγή από σφαίρα» β. «πληγή από αμβλύ όργανο» γ. «πληγαῑς ἀφορήτοις σου καταξανθέντος τοῡ σώματος ὅλου τε», Μηναίδ. «πληγὰς ἐπιθέντες ἀφῆκαν ἡμιθανή», ΚΔε. «καθάπερ ποιμένες κτήνη πληγῇ νέμοντες», Πλάτ.)2. πλήγμα δυστυχίας, ατυχία, συμφορά(α. «η αρρώστια τού παιδιού της είναι μεγάλη πληγή» β. «πληγὴν ὑπήνεγκεν ἡ πόλις», Αριστοτ.γ. «ἐν μιᾷ πληγῇ κατέφθαρται ὄλβος», Αισχύλ.)3. φρ. «οι δέκα πληγές [και αἱ δέκα πληγαί] τού Φαραώ ή τής Αιγύπτου»i) η σειρά από τα δέκα δεινά που, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, έστειλε ο Θεός στην Αίγυπτο για να εξαναγκάσει τον Φαραώ να απελευθερώσει τους Εβραίουςii) αλλεπάλληλες συμφορέςνεοελλ.1. λύση τής συνέχειας τού δέρματος που οφείλεται σε μόλυνση ή σε ασθένεια, έλκος2. νοσηρή, δυσάρεστη κατάσταση (α. «η πληγή τής πορνείας» β. «η πληγή τών ναρκωτικών»)3. φρ. α) «αναξέω [ή ξύνω] πληγές» — υπενθυμίζω δυσάρεστα γεγονόταβ) «έχει ανοιχτή πληγή» — βρίσκεται σε δυσάρεστη κατάσταση ή έχει πρόσφατη, οδυνηρή εμπειρίαγ) «είναι κρυφή πληγή» — είναι δόλιος άνθρωπος που κρύβει την κακία του4) παροιμ. «αν δεν ξεσαμαρώσεις τον γάιδαρο, δεν βλέπεις τις πληγές του» — λέγεται για όσους υπομένουν τα βάσανά τους αγόγγυστα, αδιαμαρτύρητααρχ.1. το ερέθισμα σε αισθητήριο όργανο («φωνὴν θῶμεν τὴν δι' ὤτων ὑπ' ἀέρος ἐγκεφάλου τε καὶ αἵματος μέχρι ψυχῆς πληγὴν διαδιδομένην», Πλάτ.)2. χτύπος, παλμός τού σφυγμού3. πάλη, σύγκρουση με ρόπαλα3. φρ. α) «πληγαῑς ζημιοῡν [ή κολάζειν]» — επιβολή τιμωρίας με χτυπήματα ραβδιού ή μαστιγίουβ) «πληγῆς ἄρχω» — δίνω το χτύπημα πρώτος, αρχίζω τη διαμάχηγ) «στέρνων πληγαί» — χτυπήματα θρήνου με τα χέρια στο στήθοςδ) «πατάσσω πληγήν» — αποκρούω το χτύπημαε) «πληγαὶ βιότου» — οι δυστυχίες τής ζωήςζ) «πληγὴ θεοῡ» ή «πληγὴ Διός» — συμφορά σταλμένη από τον Δία, από τον θεό.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην απαθή βαθμίδα plā-g- τής ρίζας τού ρ. πλήσσω «χτυπώ» με ηχηρή ουρανική παρέκταση -γ- (βλ. και λ. πλήττω)].
Dictionary of Greek. 2013.